ἀστείας

ἀστείας
ἀστεί̱ᾱς , ἀστεῖος
of the town
fem acc pl
ἀστεί̱ᾱς , ἀστεῖος
of the town
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γκροτέσκο — (grottesco).Όρος της διακοσμητικής τέχνης και της λογοτεχνίας. Στην πρώτη, γ. θεωρείται το είδος εκείνο στο οποίο κυριαρχεί η φαντασία και το παράδοξο, που φτάνει πολλές φορές έως την υπερβολή. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και οι αρχαίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”